Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαττάγης — ὁ, Α πιθ. ο λεπιδωτός μυρμηκοφάγος· [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
φαττάγην — φαττάγης pangolin masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)